Απριλίου 17, 2014

Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα

Δύο ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα - (Νύχτα του Άγρυπνου Έρωτα, Σονέτο του γλυκού παραπόνου)

Νύχτα του Άγρυπνου Έρωτα


Νύχτα πάνω από τους δυο με πανσέληνο,
εγώ βάλθηκα να κλαίω κι εσύ γελούσες.
Η καταφρόνια σου ήταν ένας Θεός, τα δικά μου παράπονα
στιγμές και περιστέρια αλυσοδεμένα.

Νύχτα κάτω από τους δυο. Κρύσταλλο οδύνης,
έκλαιγες εσύ από βάθη απόμακρα.
Ο πόνος μου ήταν ένας σωρός από αγωνίες
πάνω στην αδύναμη καρδιά σου από άμμο.

Η αυγή μας έσμιξε πάνω στο κρεβάτι,
τα στόματα βαλμένα πάνω στο παγωμένο σιντριβάνι
του αίματος τ αστείρευτου που χύνεται.

Κι ο ήλιος μπήκε απ το κλειστό μπαλκόνι
και το κοράλλι της ζωής άπλωσε το κλαδί του
πάνω στην καρδιά μου τη σαβανωμένη.


Σονέτο του γλυκού παραπόνου


Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου
Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά μα πιότερο λυπάμαι
που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.
Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός
αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος,
αν είμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου
μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει
και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.

Η ευλογία της έλλειψης - Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ


Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου ‘χει απομείνει
μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.

Νοεμβρίου 07, 2013

Μανόλης Αναγνωστάκης - Φοβάμαι

Μανόλης Αναγνωστάκης - Φοβάμαι


Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Αζίζ Νεσίν - Σώπα, μη μιλάς

Αζίζ Νεσίν - Σώπα, μη μιλάς



Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή,
κόψ' τη φωνή σου, σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε: "σώπασε".

Στο σχολείο μού κρύψανε την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε: "εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!"

Με φίλησε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
"κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ....σώπα!"

Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσι μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
"Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε,
"θα βρεις το μπελά σου, σώπα".

Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
"Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα"

Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά και τα 'μαθα να σωπαίνουν,
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική κι ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε "Σώπα".

Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε:
"Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα"
Μπορεί να μην είχαμε με δ' αύτους γνωριμίες ζηλευτές
με τους γείτονες, μας ένωνε όμως το Σώπα.

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος,
σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.

Κατάπιαμε τη γλώσσα μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα".
Και μαζευτήκαμε πολλοί, μία πολιτεία ολόκληρη, 
μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!

Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ.
Εύκολα, μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το "Σώπα".

Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις,
ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν' τη να σωπάσει.

Κόψ' τη σύρριζα. Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή
που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.

Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου
και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς"
Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς.

Και δεν θα μιλάς, θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ' την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.

Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις
Κόψε τη γλώσσα σου.
Για να είσαι τουλάχιστον σωστός
στα σχέδια και στα όνειρά μου.

Ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς
κρατώ τη γλώσσα μου,
γιατί νομίζω πως θα 'ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω

και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα,
με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!....

Νίκος Λυγερός: Οι επικίνδυνοι...

Νίκος Λυγερός: Οι επικίνδυνοι... (Μέρος 1/2)

Νίκος Λυγερός. Οι επικίνδυνοι


Οι επικίνδυνοι I

Οι επικίνδυνοι δεν ζούσαν πια.
Τουλάχιστον αυτό πίστευε η κοινωνία της ασφάλειας.
Βέβαια, τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι.
Άλλαζαν οι εποχές.
Όχι όμως οι άνθρωποι κι αυτό ήταν το πρόβλημα του συστήματος.
Τα θέατρα είχαν κλείσει. Δεν τα είχε ανάγκη η κοινωνία του θεάματος.
Είχε τελειώσει η παράσταση.
Η σκηνή ήταν πλέον ο ίδιος ο κόσμος.
Η διανομή των ρόλων είχε λήξει.
Όλα έπρεπε να είναι γνωστά για το σύστημα.
Αυτό είχε επιλέξει η κοινωνία της ασφάλειας.
Και κανείς δεν έλεγε τίποτα πια.
Τουλάχιστον αυτό πίστευαν όλοι.
Εκείνη την ημέρα, όμως, όλα άλλαζαν.
Βρέθηκε ένα αντίγραφο του κώδικα.
Όλοι ήξεραν ότι ήταν αδύνατο.
Όλοι ήξεραν ότι δεν υπήρχε πια κανένας κώδικας.
Κι όμως το αντίγραφο ήταν γνήσιο.
Είχε πάνω ακόμα και τη σφραγίδα του απαγορευμένου.
Ο ελεγκτής ξανακοίταξε το έγγραφο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε βρεθεί στα χέρια του.
Μήπως κάποιος του είχε στήσει μια παγίδα;
Δεν ήξερε τι να κάνει...
Η αναφορά ήταν υποχρεωτική. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
Αλλά πώς να καταγράψει στην έκθεσή του ένα ανύπαρκτο γεγονός;
Ποιος θα τον πιστέψει;
Μετά σκέφτηκε ότι σ’ αυτό το υπουργείο, κανείς δεν πίστευε κανέναν.
Ακόμα και να το έλεγε, θα τον κατηγορούσαν.
Μήπως γι’ αυτό το λόγο τον είχαν βάλει στο υπόγειο.
Μόνο δυο γράμματα ξεχώριζαν το υπόγειο από το υπουργείο.
Όμως αυτά τα δύο γράμματα είχαν στιγματίσει τη ζωή του.
Ήταν το δικό του Α και Ω.
Διάβαζε ρώσικη λογοτεχνία...
Κρυφά βέβαια...
Εκεί που δούλευε δεν είχε άλλη επιλογή.
Το έργο του Фёдор γέμιζε τη σκέψη του
Αλλά εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τον Лев.
Τι να κάνει;
Να καταγράψει μία πληροφορία που δεν υπήρχε;
Ή να μην πει τίποτα για κάτι που υπήρχε;
Στις δύο περιπτώσεις, θα τον κατηγορούσαν.
Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
Αλλά αυτή η βεβαιότητα δεν τον βοηθούσε καθόλου για να ξεπεράσει τη στιγμή αβεβαιότητας που ζούσε άθελά του.
Το έγγραφο δεν έλεγε πολλά, αλλά υπήρχε.
Κατά κάποιο τρόπο οι δαιμονισμένοι ζούσαν.
Ήταν μία απλή σελίδα.
Ανήκε σε μία πράξη ενός θεατρικού.
Οι Δημιουργοί.
Το κείμενο ήταν στα γαλλικά.
Ήξερε αρκετά καλά αυτή τη γλώσσα.
Την είχε μάθει για να διαβάζει τα ρώσικα.
Κάθε φορά που έδινε αυτή την εξήγηση στους φίλους του, τους ξάφνιαζε.
Κι όμως δεν έλεγε ψέματα.
Στη ρωσική λογοτεχνία εκείνης της εποχής υπήρχαν ολόκληρες φράσεις στα γαλλικά. Και γι’ αυτό το λόγο είχε την εντύπωση ότι ζούσε εκείνη την εποχή.
Μάλλον πίστευαν το ίδιο κι οι φίλοι του.
Αλλιώς, γιατί να του κάνουν δώρο εκείνες τις δύο δωδεκάδες ποτήρια για λευκό και κόκκινο κρασί;
Τι δεν θα έδινε εκείνη τη στιγμή, για να πιεί ένα ποτήρι Merlot.
Το κείμενο τον είχε επηρεάσει.
Σκεφτόταν ήδη στο μυαλό του αδύνατα πράγματα.
Λες και τον είχαν αγγίξει οι επικίνδυνοι.
Εξέτασε και πάλι την παράξενη σελίδα.
Κάποιος την είχε σκίσει από το βιβλίο.
Όσο για τη σφραγίδα, οι υπηρεσίες δεν άφηναν καμία αμφιβολία.
Αυτές την είχαν πάρει.
Αλλά πώς είχε βρεθεί σ’ αυτό το υπουργείο.
Μόνο ένας μπορούσε να του λύσει την απορία.
Είχαν σπουδάσει στην ίδια σχολή.
Έφυγε να πάει να τον βρει σ’ ένα άλλο υπόγειο.




Ο υπόγειος κόσμος II


Ήταν στο γραφείο, όταν χτύπησε την πόρτα. Δεν περίμενε την άδειά του. Του άρεζε να του κάνει εκπλήξεις. Μια φορά του είχε φέρει ένα μπουκάλι με μια παράξενη ετικέτα…
Τώρα όμως τα πράγματα ήταν πολύ πιο σοβαρά.
Τον κοίταξε στα μάτια κι εκείνος κατάλαβε ότι κάτι πήγαινε στραβά.
Κάθισε απέναντί του.
Δεν ήξερε από πού ν’ αρχίσει…
Το άναρχο κείμενο ήταν στην τσάντα του.
Την άνοιξε προσεχτικά.
Έβγαλε ένα φάκελο.
Άκρως απόρρητο.
Και τον έβαλε πάνω στο τραπέζι.
Ήταν το πρώτο βήμα.
Αλλά ο φίλος του ως σκακιστής αναγνώρισε την πρώτη κίνηση.
Ως μοναδική απάντηση πήρε το φάκελο.
Τον άνοιξε.
Όταν ο φίλος ακούμπησε το έγγραφο, η καρδιά του πήγε να εκραγεί.
Δεν είπε τίποτα όμως.
Περίμενε να δει την αντίδραση.
Δεν υπήρξε αντίδραση.
Είχε κλείσει το φάκελο και του τον επέστρεψε.
Μόλις τον έβαλε στην τσάντα του άκουσε για πρώτη φορά το φίλο του.
- Αυτός ο φάκελος δεν υπάρχει.
- Σωστά. Υπήρξε όμως;
- Ο φάκελος, όχι…
- Και το έγγραφο;
- Ποιο έγγραφο;

Μόνο τότε κατάλαβε πραγματικά πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό που βρήκε. Ο φίλος του του είχε εξηγήσει με μερικά λόγια ότι το έγγραφο υπήρχε, ότι όντως η σφραγίδα άνηκε στις υπηρεσίες κι ότι δεν έπρεπε να κάνει αναφορά, τουλάχιστον προς το παρόν.
Περίμενε την επόμενη κίνηση.
Πριν την κάνει όμως, θυμήθηκε το ρητό του δασκάλου.

* Υπάρχει τρόπος να αποφύγεις την ήττα σ’ ένα χαμένο παίγνιο: δεν παίζεις.

Όποια και να ήταν η επόμενη κίνηση, ήταν λανθασμένη.
Αυτή η γνώση επέτρεπε άλλο παίγνιο.

* Δεν υπάρχει επόμενος του μηδενός στους πραγματικούς αριθμούς. Διότι κάθε υποψήφιος αριθμός θα ήταν μεγαλύτερος από το μισό του.

Δεν έπρεπε να παίξει.
Αυτό του είπε ο φίλος του.
Δεν υπήρχε σωστή απάντηση στο ερώτημα του παιγνίου.
Τον ξανακοίταξε στα μάτια.
Κι αναγνώρισε το βλέμμα του.
Το είχε δει παλιά.
Είχε πέσει στην παγίδα.
Το άναρχο κείμενο ήταν ένα μήνυμα.
Ποιος να του το έστειλε όμως;
Αφού οι επικίνδυνοι δεν υπήρχαν πια.
Αυτό δεν τους έλεγαν συνεχώς στο υπουργείο;
Τότε θυμήθηκε ότι ο φίλος του είχε εκφράσει αμφιβολίες γι’ αυτήν την βεβαιότητα.

* Μόνο η ασφάλεια παράγει κινδύνους. Ο κίνδυνος παρέχει ασφάλεια.

Γιατί αυτές οι σκέψεις του δασκάλου έπαιρναν επιτέλους ένα νόημα τώρα;
Δεν υπήρχε βέλτιστη λύση.
Έπρεπε να βρει μια ανθεκτική.
Αλλαγή παιγνίου.
Του μίλησε για τον Παυσανία.
Τον είχε διαβάσει.
Το ήξερε.
Αλλά δεν τον είχε πάει στα τείχη της αρχαίας πόλης που φύλαγαν κάποια σπάνια κυπαρίσσια.
Του μιλούσε για μια σελίδα ενός βιβλίου.
Δίχως να κάνει τη μυστική αναφορά.
Έτσι μίλησε δίχως να πει τίποτα.



Σκοτεινές υπηρεσίες III


Εδώ και χρόνια, οι υπηρεσίες είχαν πάρει τον έλεγχο.
Κανείς δεν μπορούσε να τις αποφύγει.
Ακολουθούσαν τη γραμμή των σκληρών καθεστώτων.
Δεν άφηναν κανένα περιθώριο.
Για τις υπηρεσίες, μόνο ο εχθρός ήταν σίγουρος.
Κι ήταν σίγουρες για όλους τους εχθρούς.
Δεν υπήρχαν φίλοι.
Θεωρούσαν ότι ο καθένας ήταν εν δυνάμει ένας προδότης κι άρα ένας εχθρός.
Η αντίδραση του φίλου του, του άνοιξε τα μάτια.
Το έγγραφο δεν ήταν μία παγίδα.
Ο κώδικας ήταν ένα μυστικό μήνυμα.
Κάποιος είχε κλέψει αυτή τη σελίδα.
Ήταν μία απόδειξη του εγκλήματος που είχαν διαπράξει οι υπηρεσίες.
Ο κώδικας υπήρχε κι ήταν στην κατοχή τους.
Τόσα χρόνια διοχέτευαν ψέματα στο υπουργείο.
Οι επικίνδυνοι υπήρχαν.
Μόνο που οι υπηρεσίες είχαν εξαφανίσει το έργο τους.
Ήταν άραγε ένας επικίνδυνος που του είχε στείλει το μήνυμα;
Σε κάποια φάση, φαντάστηκε ότι όλο αυτό ήταν ένα όνειρο.
Αυτό δεν έλεγε η κοινωνία της ασφάλειας;
Ο καθένας μπορούσε να έχει το δικό του όνειρο.
Αρκεί να μην το υλοποιεί, συμπλήρωναν οι υπηρεσίες.
Έτσι είχαν έρθει αντιμέτωπες με τους επικίνδυνους.
Ήταν οι άνθρωποι χωρίς όνειρα.
Η σκέψη τους ήταν η δράση τους.
Η δράση τους ήταν το έργο τους.
Οι υπηρεσίες δεν μπορούσαν να τους ελέγξουν.
Κι ο λόγος ήταν απλός.
Έλεγχαν όλα τα όνειρα.
Οι υπηρεσίες κατέγραφαν όλα τα όνειρα των ατόμων.
Παλιά έλεγχαν την πραγματικότητα.
Με την πάροδο του χρόνου, αντιλήφθηκαν ότι έπρεπε ν’ αλλάξουν στρατηγική, για να προβλέψουν τις ταραχές. Έτσι επικεντρώθηκαν στα όνειρα των ατόμων.
Ο πόλεμος των ονείρων είχε αντικαταστήσει κάθε πόλεμο.
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα, ένα σοβαρό πρόβλημα: οι άνθρωποι χωρίς όνειρα, οι λεγόμενοι επικίνδυνοι.
Τα συστήματα των υπηρεσιών δεν μπορούσαν να τους καταγράψουν και να τους ελέγχουν. Γι’ αυτόν το λόγο κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον τους.
Οι επικίνδυνοι ήταν οι εχθροί της κοινωνίας της ασφάλειας.
Μετά από δεκαετίες, οι υπηρεσίες ανακοίνωσαν ότι είχαν εξοντώσει κάθε επικίνδυνο κι ότι κανείς πια δεν έγραφε για το έργο τους, το οποίο είχε καταστραφεί.
Μόνο που ήταν ψέμα, όπως το ανακάλυψε ο ελεγκτής του υπουργείου που δούλευε στο υπόγειο.
Ανακάλυψη ή αποκάλυψη;
Αυτό ήταν το ερώτημά του τώρα.
Διότι η ανακάλυψή του ήταν ένα μήνυμα ενός αγνώστου.
Θυμήθηκε τις Λευκές Νύχτες.
Ήταν πριν τον Ηλίθιο.
Κάτι έλειπε στις πληροφορίες που είχε.
Παραπληροφόρηση.
Σκέφτηκε ότι για να μην κατηγορηθεί, έπρεπε να βρει πού έκρυβαν το έργο των επικίνδυνων. Κάποιος έπρεπε να τον βοηθήσει με τους υπολογιστές. Μόλις εξέφρασε ελεύθερα την ιδέα του, θυμήθηκε τον άλλο φίλο του από τη σχολή. Εκείνος είχε ζήσει από κοντά το δάσκαλο, λόγω της εργασίας του. Έτσι ήξερε για παραπληροφορήσεις. Ήταν τώρα υπεύθυνος για τα συστήματα πληροφορικής σε μία άλλη σχολή. Αυτός σίγουρα θα μπορούσε να του βρει στοιχεία. Αυτή τη φορά δεν πήρε το έγγραφο μαζί του.
Είχε αποθηκεύσει ένα αντίγραφο στο κλειδί του.
Ένας κώδικας σ’ ένα κλειδί.

* Όταν βλέπεις πόρτα, ψάξε για το κλειδί.

Τώρα είχε το κλειδί κι έψαχνε την πόρτα για να βρει τον κώδικα.
Πριν όμως έπρεπε να σπάσει μερικούς κώδικες με το φίλο του δίχως να το αντιληφθούν οι υπηρεσίες.
Δεν υπήρχε πια μυστικότητα.
Ίσως ήταν αυτό το πρώτο μήνυμα.
Μετα-μήνυμα.
Σε κάθε περίπτωση, η διαρροή ήταν γεγονός.
Το έργο των επικίνδυνων ξεχείλιζε και πάλι στην πραγματικότητα.
Ο εφιάλτης των υπηρεσιών είχε αρχίσει.



Νίκος Λυγερός. Οι επικίνδυνοι


Η σχολή των οραμάτων IV


Ο φίλος του εξέτασε προσεχτικά το κλειδί.
Φαινομενικά, δεν αποτελούσε κίνδυνο για κανένα.
Αλλά μόνο φαινομενικά.
Το άνοιξε προσεχτικά.
Καμία εικόνα.
Μόνο κείμενο.
Ένα γαλλικό κείμενο κι ένα ρωσικό θέμα.
Εδώ σ’ αυτή τη σχολή... Ήταν αδύνατον.
Δεν τόλμησε να τον κοιτάξει στα μάτια.
Με το βλέμμα του πάνω στην οθόνη έβλεπε ήδη πολλά.

- Αντιλαμβάνεσαι τι βρήκες;
- Για να πω την αλήθεια, έχω μόνο υποψίες...
- Υπάρχουν!
- Είναι αλήθεια, λοιπόν...
- Απολύτως!
- Και τι κάνουμε τώρα;
- Αρχίζουμε την έρευνα...

Είχαν καταρρεύσει με μιας όλα τα χρόνια της παραπληροφόρησης.
Τα πέτρινα χρόνια κι ο ψυχρός πόλεμος έπαιρναν ένα άλλο νόημα.
Κάθισε δίπλα του στην οθόνη.
Διάβασαν μαζί το απίστευτο κείμενο.
Γιατί να το κρύψουν οι υπηρεσίες;
Κι ειδικά αυτή τη σελίδα...
Τι έλεγε, άραγε, όλο το κείμενο;
Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα του γραφείου του.

- Ποιος είναι;
- Οι υπηρεσίες!

Πώς ήταν δυνατόν; Τόσο γρήγορα.

- Εμπρός! Έκανε ότι μιλούσε στο τηλέφωνο... Κοίταξε το φίλο του...

Δεν υπήρχε άλλη λύση. Συνέχιζε να μιλάει δυνατά, ενώ άδειαζε το κλειδί.
Σκόνη του Kantor.
Το κείμενο ήταν πλέον παντού και πουθενά.

- Ανοίξτε!
- Ναι, παρακαλώ!

Θαύμασε την ψυχραιμία του φίλου του, αλλά και την αποτελεσματικότητά του.
Είχαν στείλει μία γυναίκα, βέβαια.
Εκείνη άνοιξε την πόρτα με αποφασιστικότητα.
Σηκώθηκαν για να τη χαιρετίσουν, αλλά τους έκανε νόημα να παραμείνουν στις θέσεις τους.
Ήξεραν αυτό το ύφος.
Δεν έδειξαν, όμως, την απέχθειά τους.
Τουλάχιστον αυτό πίστεψαν.

- Δεν ήξερα ότι εργάζεστε κι εσείς εδώ...

Αυτή η επίδειξη της ψεύτικης άγνοιας τον καθήλωσε.
Δεν ήξερε τι να πει.
Ευτυχώς μίλησε ο φίλος του.

- Τον έφερα, για να τον συμβουλευτώ!
- Σε τι μπορεί να είναι ωφέλιμος ένας υπάλληλος του υπογείου;

Ήταν η αιώνια ερώτηση της εφήμερης ζωής του.
Αλλά ήξερε την απάντηση που ήθελε.
Θυμήθηκε τη Μεταμόρφωση του Κάφκα.

- Ακόμα κι οι μύγες πετούν.
- Σωστά! Το πρόβλημα δεν είναι γιατί αλλά για πού...

Σε αυτό δεν είχε πια απάντηση...
Τόσα χρόνια που πετούσε, δεν ήξερε ότι θα προσγειωθεί σ’ ένα υπόγειο. Και τώρα που ήταν στο υπόγειο, μ’ εκείνο το παράξενο κείμενο, ένιωθε για πρώτη φορά ελεύθερος να πετάξει.
Δίχως να το αντιληφθεί ο ίδιος είχε γίνει επικίνδυνος.
Δεν είχε πια όνειρα και τον εντόπισε το σύστημα.
Πριν κινηθεί καν, η σκοτώστρα είχε πέσει πάνω του.
Αποστολή εξετελέσθη.
Ο φίλος του έμεινε ακίνητος.

- Σε ποιον μιλούσατε στο τηλέφωνο;
- Σ’ έναν τεχνικό.

Δεν ήταν η σωστή απάντηση. Εκείνη πάτησε στο τηλέφωνο για να δει την προηγούμενη κλήση.
Είχε στη διάθεσή του μία στιγμή μόνο. Κοίταξε τον νεκρό του φίλο.
Τότε έγινε επικίνδυνος.



Όταν έπεσε η σκόνη V


Η σκόνη είχε πέσει πάνω σε όλο το διαδίκτυο.
Ούτε ο ίδιος δεν θα μπορούσε να είχε φανταστεί την τελευταία του πτήση.
Κανείς δεν είχε πεθάνει εξαιτίας του σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Και τώρα που πέθανε, οι υπηρεσίες είχαν χάσει ένα μέλος τους.
Ουσιαστικά, ο φίλος του είχε αυτοκτονήσει, διότι όλες οι υπηρεσίες θα τον αναζητούσαν.
Αλλά δεν θα το έβαζε κάτω τόσο γρήγορα.
Ήταν θέμα ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ήρθε σ’ επαφή με την παλιά του ομάδα.
Δίχως να ξέρει τις προηγούμενε κινήσεις του φίλου του.
Τώρα κάθε λεπτό της ζωής του μετρούσε.
Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.
Ήταν εκτός ισορροπίας.
Απόλυτη δημιουργικότητα.
Δεν πίστευε ο ίδιος τις δυνατότητες που είχε.
Πληκτρολογούσε ασταμάτητα.
Ολιστική προσέγγιση.
Έπρεπε να εξαφανιστεί κι ο ίδιος, πριν τον εντοπίσουν.
Πριν όμως, θα πάλευε με το σύστημα.

* Πλάγια επίθεση.

Δεν είχε άλλη επιλογή.
Το κείμενο διαβιβάστηκε σε όλο το πεδίο με τα προσαρμοσμένα πρωτόκολλα του δασκάλου.
Όλοι τους κινδύνευαν όσο πίστευαν ότι δεν υπήρχαν οι επικίνδυνοι.
Έπρεπε να κάνει την επαφή.
Αλλά όχι ο ίδιος.
Πλασματική πραγματικότητα.
Το κείμενο άγγιξε όλη την ομάδα.
Αλλά κανείς δεν το ήξερε.
Είχε τεμαχίσει την παρτιτούρα.

* Πέντε κινήσεις για μία σιωπή.
* Υπήρχαν λοιπόν...

Αυτό σκέφτηκε, όταν έκλεισε για πάντα τον υπολογιστή της σχολής. Πριν πολλά χρόνια, είχε έρθει να μάθει την αποστολή της ζωής του και τώρα που είχε επιστρέψει, έμαθε την αποστολή του θανάτου του.
Πόσο ήταν παράξενα τα πράγματα.
Τόσα χρόνια ζούσαν για όνειρα ανούσια.
Και τώρα έπρεπε να πεθάνουν για οράματα.
Πριν κλείσει οριστικά το γραφείο του, έβαλε μουσική.
Isaac Stern, βιολί.
Leonard Rose, τσέλο.
Eugene Istomin, πιάνο.
Ludwig van Beethoven (1770 – 1827).
Klaviertrios.
Πριν συναντήσει και πάλι τον παλιό του φίλο, δεν ήξερε τι δεν θα έδινε για ν’ ακούσει αυτά τα έργα.
Τώρα ήξερε...
Τη ζωή του.
Δεν υπήρχε πια τίποτα άλλο μέσα στη σχολή.
Ο νεκρός του φίλος κι η μουσική.
Είχε παίξει σ’ ένα παίγνιο, όπου δεν υπήρχαν κανόνες.
Κι είχε χάσει.
Προς το παρόν.
Αλλά η σκυτάλη δεν είχε πέσει.
Τώρα που είχε απλωθεί η σκόνη...
Όλοι θα μάθαιναν για τους επικίνδυνους και την ιστορία τους.
Ήταν η μουσική της σιωπής.
Όταν τελείωσε το έργο, ενεργοποίησε την ασφάλεια κι ανατινάχτηκε όλο το γραφείο.
Δεν είχε αφήσει ίχνος.
Μόνο μαθηματική σκόνη στο διαδίκτυο...
Τα αποσιωπητικά του κώδικα.
Φεύγοντας κοίταξε τον τάφο του φίλου του κι είδε τη θάλασσα.

* Ήταν απλός, σαν τον ωκεανό.

Επιστροφή στον κώδικα.



Νίκος Λυγερός: Οι επικίνδυνοι... (Μέρος 2/2)


Απριλίου 18, 2013


"Γράμματα σ'  Ένα Νέο Ποιητή":


«Πιστεύω πως όλες σχεδόν οι θλίψεις μας είναι στιγμές ψυχικής έντασης, που τις υπομένουμε σα να μας πέτρωσε κάποια παράλυση, τρομαγμένοι επειδή νοιώθουμε πως τα ξαφνιασμένα αισθήματά μας δε ζούνε πια· επειδή μείναμε μόνοι με το Ξένο εκείνο που εισχώρησε μέσα μας· επειδή στερηθήκαμε όλα κείνα που μας είχε δέσει μαζί τους η συνήθεια κι η εμπιστοσύνη· επειδή στεκόμαστε καταμεσίς σ' ένα πέρασμα, όπου δε μπορούμε να σταθούμε άλλο. Γ' αυτό περνάει η θλίψη από κει: το Καινούργιο, το Άγνωστο, πούχει σταλάξει εντός μας, εισχώρησε στην καρδιά μας, έφτασε ως τις πιο μύχιες γωνιές της, και μάλιστα δεν είναι πια εκεί, - είναι στο αίμα μας μέσα.

Κι έτσι δεν ξέρουμε τι έτρεξε. Εύκολα θα μπορούσαν να μας πείσουν πως δεν έτρεξε τίποτα, κι ωστόσο έχουμε αλλάξει όπως αλλάζει ένα σπίτι άμα μπει κάποιος ξένος μέσα. Δε μπορούμε να πούμε  π ο ι ό ς  ήρθε, δε θα το μάθουμε ίσως ποτέ, πλήθος σημάδια όμως δείχνουν, πως έτσι, μ' αυτόν τον τρόπο, εισχώρησε εντός μας το Αύριο, για να μεταμορφωθεί μέσα στη δική μας υπόσταση πολύ πριν έρθει η ώρα του να πραγματωθεί στην εξωτερική μορφή του. Να γιατί είναι τόσο σημαντική η μοναξιά και η αυτοσυγκέντρωση σαν είσαι θλιμένος: επειδή η στιγμή αυτή που μοιάζει (επιφανειακά) άδεια και πετρωμένη, η στιγμή αυτή όπου το Αύριο σταλάζει εντός μας, είναι πολύ κοντύτερα στη ζωή από κείνη την άλλη στιγμή, όπου το Αύριο μας έρχεται μέσα στο θόρυβο, τυχαία και μοιραία λες, σα να μας το επιβάλλουν απ' έξω.

Απριλίου 03, 2013

Να ονειρευεσαι ετσι εχει νοημα η στιγμη




 Αυτη η στιγμη ειναι ζωη Εκει που λυνονται οι αρμοι της μνημης
 και γινονται ρευστη μαγεια

που κλεινει καθε χαραμαδα της ψυχης ...

Να ονειρευεσαι ετσι εχει νοημα η στιγμη



Αυτό που γονατίζει την ανθρώπινη συνθήκη

Αυτό που γονατίζει την ανθρώπινη συνθήκη Ο συγγραφέας Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης μιλά για τη νέα συλλογή ενός ποιητή που «γυρεύει θαύματα στο χθαμαλό σοκάκι της καθημερινότητας». ΣΧΟΛΙΑ (0) 0 Κήπος είναι η ποίηση, άνθη του καλού τα ποιήματα. Ναι, αυτό που γονατίζει την ανθρώπινη συνθήκη. Με τούτη την έξοχα συμπυκνωμένη φράση απαντά ο ποιητής Γιάννης Λειβαδάς στην ερώτηση του Victor Lefevre «Τι είναι για σας το Ιερό;» Και το Ιερό είναι αυτό που δονεί, εμπνέει, ταλανίζει και ωθεί τον ποιητή, αυτό που τον κάνει να γυρέψει θαύματα ακόμα και στο πιο χθαμαλό σοκάκι της καθημερινότητας, ακόμα και στο πιο τάχατες ασήμαντο και φευγαλέο και άστατο δευτερόλεπτο. Ο Γιάννης Λειβαδάς τέτοιος ποιητής είναι, και στη Βαβυλώνα δεν βλέπει επιβλητικούς κρεμαστούς κήπους αλλά κρίσιμους κρεμαστούς στίχους που εκθειάζουν το Καλό αφού το ανακαλύψουν σε ένα σούρουπο («είσαι αυτό που νιώθω σπάνια/ το σούρουπο/ το πιο σπάνιο σούρουπο/ χωρίς ήλιο/ ο χάλυβας στο κορμί μου/ σπάζει τα καλούπια μου/ είσαι το σπάνιο πουλί που αναλάμπει/ είμαστε απεριόριστα όμορφοι/ και ωραίοι/ μια γυναίκα κι ένας άντρας/ πιο αργοί απ' το κοράλι/ πιο τρελοί/ από κάθε ποιητή»). Ή άλλοτε το επινοούν, το Καλό, καθώς στέργουν να ψάλλουν για ένα φύσημα στο σαξόφωνο του Τσάρλι Πάρκερ, για του Ρεμπώ του Αρθούρου την ποίηση την εμπρηστική, καθώς παλεύουν με του Γκέοργκ Τρακλ το ζόφο, καθώς γίνονται φθέγματα αυτογνωσίας κερδισμένης μέσα από την ποίηση της περιπέτειας και την περιπέτεια της ποίησης. Ακούστε: «Τα βρίσκω μπαστούνια μα εκτοξεύω αγριολούλουδα/ ο κίνδυνος είναι ασφαλέστερος απ' την ασφάλεια/ τα λόγια που μπορεί κάποιος να πει λιγοστεύουν/ καθώς και το λυκόφως πάνω από το τραπέζι με τα φρούτα». Είναι σημαντικό αυτό που κομίζει ο Λειβαδάς στην ποίηση των καιρών μας. Και το κομίζει όχι μονάχα με τα ποιήματά του αλλά με μιαν ακόπαστη δραστηριότητα στους λειμώνες και στις αλέες της μουσικής των λέξεων (τι άλλο είναι η ποίηση αν όχι των λέξεων η μουσική;). Το κομίζει μεταφράζοντας τους ποιητές που κατέσφαξαν τις βεβαιότητές του για να τον αναγκάσουν να σκαρφιστεί άλλες, να προχωρήσει σε εκσκαφές μέσα από μιαν αυτοσχέδια αρχαιολογία της γνώσης, για να συνθέσει κατόπιν το δικό του Λόγο περί Μεθόδου και Ηθικής. Το κομίζει με την ίδια του την παρουσία -σάρκα και οστά που αναδίδουν πνεύμα- μες στης Αθήνας τα κρυφά καταφύγια, όπου η Ποίηση ανθίσταται στο ποταπό. Το κομίζει καταφέρνοντας μιαν αναβίωση του ενδιαφέροντός μας για κείνες τις μορφές της τέχνης που πάσχισαν να ανακατέψουν την τράπουλα του ζην ξανά, να παίξουν πάλι στο τραπέζι μιας νέας περηφάνιας το Πόκερ της Σαγήνης. Ακούστε: «Αυτό που έρχεται από παλιούς ποιητές/ σε μένα/ είναι βαθιά χοάνη αντεστραμμένη/ κάθομαι εδώ ήρεμος ανασαίνοντας σαν λουλούδι/ και δεν χρειάζομαι τίποτα/ δημιουργώ και καταστρέφω/ κοντεύουν να 'ρθουν τα χελιδόνια/ να με δουν/ να μη λέω κουβέντα/ σφηνωμένος στη χοάνη/ καθώς εκείνα θα 'ναι σωσμένα/ και χαρούμενα». Τους κήπους κάνει στίχους ο Λειβαδάς, και άλλωστε κηπουρός είναι ο ποιητής, κήπος είναι η ποίηση, άνθη του καλού, και όχι του κακού, είναι τα ποιήματα. Κι ακόμα, στήνει παρατηρητήρια του ουρανού, μας φέρνει την αστρόσκονη στις τυπωμένες του σελίδες, κάνει πραγματικό το όνειρο και ονειρική την πραγματικότητα, μέσα από τους συνειρμούς της jazz, μέσα από τη σύλληψη και την ποιητική μεταγραφή του φευγαλέου, του άπιαστου, του εφήμερου. Παίζει ξανά και ξανά τη μαγνητοταινία της ζωής, μπαινοβγαίνει στο Στούντιο του Εφικτού για να μας στείλει ποιητικά μηνύματα λύτρωσης των καταδικασμένων στιγμών του εικοσιτετραώρου. Ακούστε: «Σκίζω το γραμμένο χαρτί/ όπως σκίζεις έναν παλιό χάρτη/ σαν να μην ξέρω το λόγο/ δεν υπάρχει θησαυρός στο χαρτί/ το σώμα είναι προπέτασμα/ η μοίρα δουλεύει γκαρσόνα/ στοιβάζει καρέκλες/ σκουπίζει/ σβήνει τα φώτα/ όλα κερασμένα/ την άλλη μέρα/ ξαναπιάνω να γράψω/ σαν λυτρωμένος/ το ποίημα». Ο Γιάννης Λειβαδάς έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: "Εξπρεσσιονιστική ανάδραση", Άκρον 1999, πλακέτα. "Παράρτημα εύκρατης συγκίνησης", Ίνδικτος 2003. "Νοέμβριος στον κόσμο/ November in the World", Άκρον 2004, δίγλωσση πλακέτα. "Οι κρεμαστοί στίχοι της Βαβυλώνας", Πηγή: www.lifo.gr

Η παρακμή ως επίσημη λατρεία



Η παρακμή ως επίσημη λατρεία

leivadas-parakmhΗ παρακμή πέρασε το στάδιο της κλιμακτήριου περιπέτειας και αναβαθμίστηκε σε επίσημη λατρεία. Η ελληνική ωρίμανση των τελευταίων τεσσάρων χρόνων αποκάλυψε μια πρωτόφαντη καινοτομία: ο μόνος τρόπος για να προσφέρει ικανοποίηση η ιστορία είναι η αναγωγή του βάσανου σε αισθητικό μοτίφ του παρόντος μιας ολόκληρης κοινωνίας.Μιας κοινωνίας που σπαρταράει μέσα στην υπαρκτική της βλέννα όπως τα χέλια που έχουν μόλις ελευθερωθεί από το αγκίστρι και τινάζονται μέσα στον επιθανάτιο κουβά, τον οποίο ο ψαράς έχει την ικανότητα να γεμίζει καθημερινά με ευκολία.
Τι νατουραλισμός, θα πει κανείς, η μεταφορική χρήση επί μίας καθολικής κατακρήμνισης, τέτοιας μάλιστα σημασίας. Ο νατουραλισμός του προσχήματος όμως, δηλαδή στην πραγματικότητα, η γελοιότητα της πρόκρισης του «έλληνα που είναι χαμένος από χέρι», είναι ο απώτατος νατουραλισμός τον οποίο φαίνεται να μοιράζονται άπαντες(;) εκτός από τους τρελούς. Οι τρελοί, μα ίσως ακόμη και οι μισότρελοι, είναι οι μόνοι που δεν χρειάζεται να εξοπλιστούν με αισθητικά ή ιδεολογικά μέτρα και σταθμά για να αντιμετωπίζουν το παρόν, το μοτίφ, τον εκρηκτικό ετούτο νατουραλισμό των αλληλουχιών όλων των «αντιδράσεων» που ασκούν κριτική στην υπάρχουσα ελληνική κοινωνία, η οποία έχει μεταβληθεί σε άσυλο του εαυτού της.
Λατρεύει ο απονενοημένος άνθρωπος σκυμμένος μπροστά από την ασταμάτητη περιφορά των λειψάνων της γενιάς του. Λατρεύει ακόμη και ο ατζαμής, ή ο «δες, ακόμη κι αυτός πλέον». Λατρεύουν εκείνοι που προτάσσονταν ως οι καλύτεροι μιας εποχής ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που λατρεύουν οι μέχρι πρότινος απόκληροι και αποδυναμωμένοι, που βρήκαν πια τον τρόπο να αποδράσουν από το κοινωνικό χαμαλίκι, προσφέροντας κοινή γονυκλισία.
Γιατί οι λύσεις, κύριοι, είναι δυο, για να αποκάμουμε εντελώς πλάι στο θολό ποτάμι του χρόνου, μέσα στον κουβά. Οφείλουμε με πάσα υπευθυνότητα να ψαρευόμαστε ως είδη που αντιστέκονται δια της αντανακλαστικής αντίδρασης στην έκθεση εκτός υδάτινου περιβάλλοντος, ή, θα ψαρευόμαστε ήδη ψόφια και σε προχωρημένη σήψη, ώστε ο εκείνος ο, πώς να τον ονομάσεις, με το αγκίστρι, να αναγκάζεται να μας επιστρέφει μετά βδελυγμίας στο ποτάμι.
Περί ορέξεως, χελόπιτα. Θυμάμαι πως την έφτιαχνε στον φούρνο ο συνονόματος ο παππούς μου, με κόκκινη σάλτσα και μπόλικο καταπράσινο μάραθο και την σέρβιρε πάντοτε μέσα σε μια γαλάζια παλαιική πιατέλα που είχε στις άκρες ραγίσματα.
Τρικολόρε εκτός γεύσεως, αλλά δημιουργούσε ένα καταπληκτικό, σχεδόν χαρμόσυνο και ελπιδοφόρο μοτίφ, που σαν το παρατηρούσε σιωπηλά όλη η οικογένεια, χανόταν μέσα σε αίολες αλλά ιδιαίτερα αισιόδοξες σκέψεις για το μέλλον. Να σου τρέχουνε τα σάλια. Κι ακόμη δεν είχες φάει μπουκιά.
Όταν το τραπέζι είναι στρωμένο μιλάς με κάποια αυτοπεποίθηση. Όταν λείψει η πιατέλα απ’ το τραπέζι, είναι προτιμότερο να αποχωρήσεις πρώτος. Όταν σπάσει η πιατέλα και ο παππούς έχει πια πεθάνει, ετοιμάσου να λάβεις θέση πλάι στον δρόμο, για να λατρέψεις όλα όσα θα ακτινοβολεί το κυτίο του επιταφίου της γενιάς σου. Μέχρι τα μπούνια.
Οι τρελοί και οι ημίτρελοι σάμπως να μοιάζουν πιο άνετοι, πιο αδιάφοροι, με κάποιον περίεργο τρόπο δείχνουν ακόμη και επιτυχημένοι. Θα φταίει εκείνος ο άκρατος κονστρουκτιβισμός που ανέκαθεν τους χαρακτήριζε. Δεν λαμβάνουν κι όμως κατέχουν. Δίχως να το πάρουμε είδηση, ενόσω προκόβαμε αποτελώντας σημαντικό σταθμό στην ιστορία των συμβολικών αξιών της δημογνωμίας, εκείνοι έκοβαν από τις αυλές μας όλα τα τριαντάφυλλα και τις μαργαρίτες. Τι να πρωτοπεί κανείς για δαύτους, ποιος διάολος ξέρει, την ώρα που καθόμασταν όλοι εμείς στο τραπέζι, με τι καταγίνονταν. 
Γιάννης Λειβαδάς

Φαιδρά πορτοκάλεια στο Γιαχούby

Φαιδρά πορτοκάλεια στο Γιαχού

by sarant
Ο τίτλος "Φαιδρά πορτοκάλεια", που τον έχω χρησιμοποιήσει και σε ένα παλιότερο άρθρο, είναι εύρημα (εξαιρετικό) του φίλου μας του Άγγελου και, όπως θα καταλάβατε, δεν αναφέρεται σε πορτοκάλια και άλλα εσπεριδοειδή αλλά στον Γκας Πορτοκάλος, τον αξιαγάπητο πατέρα της πρωταγωνίστριας στην ταινία "Γάμος αλά ελληνικά" και στην εξίσου αξιαγάπητη συνήθειά του να βρίσκει ελληνική ρίζα για οποιανδήποτε λέξη οποιασδήποτε γλώσσας, όπως το κιμονό από τον χειμώνα (επειδή το φοράμε το χειμώνα που κρυώνουμε) ή το επώνυμο Μίλερ από το μήλο.
Παρόμοια με τον Γκας Πορτοκάλος, που στην παρετυμολογία αναζητούσε απαντοχή από τα βάσανα της ξενιτιάς, στις πρώτες δεκαετίες ζωής του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους αρκετοί δημοδιδάσκαλοι έβρισκαν ηθική τόνωση επινοώντας απίθανες ετυμολογίες για λέξεις ξένης προέλευσης, όπως "εν πυρί ζέει όλη" για τη μπριζόλα (ιταλικό δάνειο στην πραγματικότητα) ή "αεί δέρεται" για τον γάιδαρο (περσοαραβικής προέλευσης ωστόσο). Κι αν αυτά είναι αθώες γραφικότητες, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για όσους σήμερα πλασάρουν εξωφρενικές ετυμολογίες χωρίς να έχουν το ελαφρυντικό της άγνοιας, αφού σήμερα υπάρχουν όλες οι πηγές διαθέσιμες, ιδίως μάλιστα για όσους το κάνουν με το αζημίωτο. Εννοείται ότι κανείς δεν διανοείται να προτείνει μια κομπογιαννίτικη ξένη προέλευση: όλες οι τσαρλατάνικες ετυμολογήσεις ανάγουν ξένες λέξεις σε αρχαίες ελληνικές, κατά προτίμηση ομηρικές.
Βέβαια, πρέπει να πούμε ότι δεν είναι αποκλειστικότητα της ελληνικής γλώσσας οι βαρεμένοι ετυμολόγοι· όπως έχω ξαναγράψει, φρούτα παρόμοια ευδοκιμούν και σε άλλες γλώσσες: για παράδειγμα στα τούρκικα έχουμε τον αχτύπητο Πολάτ Καγιά, ο οποίος μάλιστα βάζει τα γυαλιά στους δικούς μας τσαρλατάνους, αφού δεν τον σταματάει ούτε η ηχητική ομοιότητα των λέξεων: εφαρμόζοντας διαδοχικούς αναγραμματισμούς, ο χαλκέντερος αυτός ζογκλέρ μπορεί στο πιτς φιτίλι να βγάλει τουρκική οποιαδήποτε λέξη οποιασδήποτε γλώσσας. Άλλωστε, η διεθνής ονομασία των παρόμοιων εθνογκαγκά θεωριών είναι γκοροπισμός, λέξη που δεν ανάγεται βεβαίως στον Θωμά Γκόρπα αλλά στον Ολλανδό λόγιο του 16ου αιώνα Γιοχάνες Γκορόπιους (ή Jan Gerartsen van Gorp), ο οποίος επέμενε ότι η μητέρα όλων των γλωσσών είναι η ολλανδική (και μάλιστα όχι όποια κι όποια ολλανδική, παρά η τοπική διάλεκτος της γενέτειράς του!)
Το Διαδίκτυο έχει αποτελέσει προνομιακό χώρο διάδοσης των πορτοκάλειων μύθων, αλλά και της ανασκευής τους. Ωστόσο, έχει σημασία και ο φορέας διάδοσης του μύθου. Άλλο είναι ένα μαζικό ηλεμήνυμα και άλλο ένα έγκυρο (με όσα εισαγωγικά θέλετε) έντυπο, π.χ. μια καθημερινή εφημερίδα, ή ένας ειδησεογραφικός ιστότοπος μεγάλης εμβέλειας. Το κείμενο με το οποίο ασχολούμαι σήμερα κυκλοφορούσε εδώ και λίγους μήνες σε ανυπόληπτα ελληνοκεντρικά ιστολόγια -προχτές όμως, φιλοξενήθηκε στο yahoo.gr. Θα μου πείτε ότι το yahoo.gr δεν είναι από τους σοβαρότερους ειδησεογραφικούς ιστότοπους, αλλά το όνομα yahoo, όπως και να το κάνουμε, είναι από τα 10-15 γνωστότερα του παγκόσμιου Διαδικτύου. Kατά σύμπτωση μάλιστα, ενώ προχτές το αγγλόφωνο Yahoo διερευνούσε την αλήθεια σχετικά με έναν γνωστό γλωσσικό μύθο (ότι παρά μία ψήφο τα γερμανικά δεν έγιναν επίσημη γλώσσα στις ΗΠΑ, μύθο που βέβαιακυκλοφορεί και σε ελληνική εκδοχή), το ελληνικό παράρτημα του πασίγνωστου ιστοτόπου προτίμησε να δημοσιεύσει ένα αξιοθρήνητο συμπίλημα από πορτοκαλισμούςπου δεν έχουν καν την αφέλεια του αυθεντικού Γκας Πορτοκάλος.
Ο τίτλος του άρθρου, που το υπογράφει η φοιτήτρια Φιλοσοφικής Ελένη Γεωργακάκη, είναι: "Άραγε μόνο οι Έλληνες μιλούν ελληνικά;" Σε αυτή την ερώτηση, η απάντηση είναι "ασφαλώς όχι", εφόσον υπάρχουν και οι ελληνόφωνοι ξένοι, συνήθως κάτοικοι Ελλάδος. Όμως η συντάκτρια του άρθρου δεν εννοεί αυτή την προφανή απάντηση, αλλά θέλει να τραβήξει την προσοχή μας στις πολλές λέξεις ελληνικής ετυμολογίας που υπάρχουν σε διάφορες άλλες γλώσσες. Αλλά το πολύ ενδιαφέρον αυτό θέμα, του γλωσσικού δανεισμού εννοώ, των δανείων και των αντιδανείων, η συντάκτρια του άρθρου το προσεγγίζει όχι για να το διερευνήσει, αλλά για να χαϊδέψει εθνικοβουλωμένα αυτιά και να στηρίξει το συμπέρασμα στο οποίο εκ των προτέρων θέλει να καταλήξει, ότι δηλαδή η ελληνική γλώσσα έχει γονιμοποιήσει "τον παγκόσμιο λόγο ... σε κάθε επίπεδο". Επίσης, εντύπωση προκαλεί ότι αντί να στηριχτεί στις πηγές που θα ήταν αυτονόητο να χρησιμοποιήσει, δηλαδή σε ετυμολογικά λεξικά, η συντάκτρια είτε δεν δίνει καμιά τεκμηρίωση για τις απίθανες ετυμολογήσεις της είτε παραπέμπει σε άγνωστες και ανυπόληπτες πηγές.
Αλλά ακόμη και ο τίτλος του άρθρου πάσχει, διότι σαφώς υπονοεί ότι, επειδή στα Αγγλικά, τα Γαλλικά ή τα Γερμανικά υπάρχουν χιλιάδες δάνειες λέξεις ελληνικής ετυμολογίας, αυτό σημαίνει ότι οι Άγγλοι, Γάλλοι και Γερμανοί "μιλούν ελληνικά". Είναι εντυπωσιακό το ότι τέτοιες αγλωσσολόγητες απόψεις εκφέρονται από μέλλουσα φιλόλογο. Το να δανείζεται λέξεις μια γλώσσα δεν αλλάζει την ταυτότητα της γλώσσας -σε αντίθεση με τα χρηματικά, που γονατίζουν χώρες και καταστρέφουν νοικοκυριά αν είναι αλόγιστα, τα γλωσσικά δάνεια είναι πηγή πλούτου: το βλέπουμε αυτό στη γλώσσα με το πιο πλούσιο ποσοτικά λεξιλόγιο, την αγγλική, που έχει δανειστεί από Δύση και Ανατολή, κι έτσι έχει δυάδες και τριάδες λέξεων για κομβικές έννοιες, που βοηθούν σε λεπτές διακρίσεις: πλάι στο ελληνογενές democracy υπάρχει το λατινογενές republic, δίπλα στο σαξονικό freedom το λατινογενές liberty, το σαξονικό speed συνοδεύεται από το λατινικό velocity (αλλά και το rapidity), ενώ το ελληνογενές ethnic κάνει παρέα στο λατινογενές national και φτιάχνει και το υβρίδιο ethnonational προκαλώντας αμηχανία στους μεταφραστές.
Αλλά πλατειάζω με αυταπόδεικτα. Το αστείο είναι ότι το επιχείρημα της συντάκτριας είναι δίκοπο. Αν δηλαδή οι Άγγλοι μιλούν ελληνικά επειδή έχουν ελληνικά δάνεια στο λεξιλόγιό τους, τότε και εμείς μιλάμε τουρκικά (διότι ντουλάπι, παπούτσι, κέφι, γλέντι, κιμάς, εργένης, και εκατοντάδες άλλες), αλλά και ιταλικά-λατινικά (διότι σπίτι, σκάλα, πόρτα, μπάρμπας, και εκατοντάδες άλλες), αλλά και γαλλικά (διότι αμορτισέρ, αφίσα, βιτριόλι, εταζέρα, καμουφλάζ, σαμποτάζ, ρεπορτάζ), και βεβαίως αγγλικά (εφόσον τζαζ, γκολφ, μίξερ, ιντερνέτ, σκορ, μάνατζερ, σταρ). Θα πει κάποιος ότι τα δικά μας δάνεια είναι λέξεις πεζές, της καθημερινότητας, ενώ οι ελληνικές λέξεις που "δανείσαμε" στις άλλες γλώσσες είναι λέξεις του υψηλού πολιτισμού και της φιλοσοφίας, αλλά αυτό, πέρα από το ότι δεν ισχύει απόλυτα, δεν αλλάζει το πλήθος των ξένων δανείων της ελληνικής, και μάλιστα σε λέξεις συχνές, ενώ οι ελληνογενείς λέξεις της αγγλικής είναι ως επί το πλείστον σπάνιες λέξεις που ελάχιστα χρησιμοποιούνται στην καθημερινή χρήση.
Το δεύτερο αστείο είναι ότι ενώ η αγγλική και οι άλλες γλώσσες έχουν όντως πολλά ελληνικά δάνεια, η συντάκτρια, λες και το κάνει επίτηδες, παραθέτει ως δήθεν ελληνικά δάνεια λέξεις που δεν έχουν ελληνική προέλευση. Για παράδειγμα, από τις αγγλικές λέξεις που παραθέτει, μόνο το ένα τρίτο είναι όντως ελληνικά δάνεια (οι 9-10 από τις 26 αν μέτρησα σωστά). Οι άλλες απλώς ανάγονται σε κάποια κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα. Τα πράγματα είναι χειρότερα με τις άλλες γλώσσες -για παράδειγμα, από τα πέντε δήθεν ελληνικά δάνεια της γερμανικής που παραθέτει η συντάκτρια (machen>μηχανῶμαι, deich<τεῖχος, früh<πρωί, kübel<κύπελλον, ja<επιτατικό γέ…) ούτε μία ετυμολογία δεν είναι σωστή. Και πάλι, το αστείο είναι ότι υπάρχουν πολλές γερμανικές λέξεις που είναι ελληνικά δάνεια και δεν τους φαίνεται (π.χ. Arzt από τον αρχίατρο, Graf από τον γραφέα, Ampel από τον αμφορέα) και κάθε μια από αυτές τις λέξεις είναι μια γοητευτική ιστορία πολιτισμικής επαφής, αλλά αυτά τα γράφουμε εδώ, δεν τα βρίσκει κανείς σε ελληναράδικους ιστότοπους.
Και βέβαια, το αποκορύφωμα της αγυρτείας το βρίσκουμε στην ενότητα για τα τούρκικα δάνεια, με την οποία τελειώνει και το άρθρο. Παραθέτω ολόκληρο το τέλος:
Και ας κλείσουμε αυτό το σύντομο γλωσσικό ταξίδι με την γείτονα χώρα μας, την Τουρκία. Δυστυχώς στα σχολεία σήμερα διδάσκουν στα παιδιά, και αυτό το γνωρίζω προσωπικά, ότι λέξεις όπως αγάς, σεβντάς, άχτι, αφέντης κ.α. είναι τουρκικά κατάλοιπα από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αλλά όπως έλεγε και ο μεγάλος ιστορικός, Θουκυδίδης, «αυτός που γνωρίζει αλλά δεν διδάσκει σωστά, είναι ίδιος με εκείνον που δεν γνωρίζει τίποτα». Οι προαναφερθείσες λέξεις σε συνδυασμό με εκατομμύρια άλλες αφορούν ελληνικά αντιδάνεια. Όρους δηλαδή που πήραν οι Τούρκοι από τους Έλληνες, τους μετέτρεψαν σ’ έναν βαθμό και έπειτα επέστρεψαν στην Ελλάδα αλλοιωμένοι. Άλλωστε ο Κ. Παπαρρηγόπουλος αναφέρει πως «οι Τούρκοι δεν ήταν έθνος, άρα δεν είχαν εθνική γλώσσα. Συνεννοούντο μεταξύ τους με ένα βασικό λεξιλόγιο που δεν υπερέβαινε τις 200 λέξεις». Τα παραδείγματα άφθονα· αγάς<ἂγω, άντε ντε<ἂγετε, άχτι<ἂχθος, βερεσές< φέρω, κεφτές<κόπτω, κοράνι< κορέω (τρέχω να φροντίσω), Μέκκα<μέγας, μπερντές<παραπέτασμα, μπρε<μωρέ, νταής<δάιος(φοβερός), ρεμπέτης<ρέμβω(περιπλανιέμαι), σαρίκι<καισαρίκιον(στέμμα καίσαρος)<κεάζω, σεβντάς< σεβίζω(λατρεύω), τσάρκα<κίρκος(κύκλος), τσιγκέλι<αγκύλη, αγκών, φαράσι<φέρω, χαμάμ<χαμαί, κτλ… Αλλά και λέξεις που χρησιμοποιούν μόνο στην Τουρκία και όχι στην Ελλάδα: ḉark(τροχός)<κίρκος, düsman(εχθρός)<δυσμενής, cins<γένος…
Όπως αναφέρει και ο Κ. Καβάφης «και την ελληνική λαλιά ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμε ως τους Ινδούς».
Επομένως η ελληνική γλώσσα και δη η ομηρική έχει φωλιάσει για τα καλά σε κάθε γλώσσα και νοηματοδοτεί όρους παγκόσμιους που ενυπάρχουν στην μουσική, την ιατρική, τις θετικές επιστήμες, τις τέχνες…
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να την διατηρήσουμε και να αφήσουμε στην άκρη τον ψευτο-προοδευτισμό των καιρών, που στο όνομα μίας δήθεν αντικειμενικότητας, θέλει την ελληνική γλώσσα να μην διαφέρει ακόμη και από την πιο σπάνια διάλεκτο, όπως είχε διατυπώσει στο παρελθόν Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. (...).
Ελένη Γεωργακάκη, Φοιτήτρια Φιλοσοφικής
Όπως βλέπετε, όλες τις τουρκικές λέξεις που έχει πάρει η ελληνική, η κυρία Γεωργακάκη τις βγάζει αντιδάνεια! Και βέβαια πετυχαίνει το απόλυτο ρεκόρ: από τα 17 "αντιδάνεια" που παραθέτει, κανένα (ή σχεδόν) δεν έχει ελληνική αρχή σύμφωνα με τα έγκυρα ελληνικά ετυμολογικά λεξικά. Αλήθεια, ποιες πηγές χρησιμοποίησε; Τον Δαυλό ή την κυρία Τζιροπούλου; Μήπως δεν υπάρχουν πολύ καλά ετυμολογικά λεξικά; Γιατί τα περιφρόνησε; Απορώ τι θα διδάξει αύριο η μέλλουσα φιλόλογος, τον καζαμία ή τη σωλομονική;
(Για να είμαι απόλυτα δίκαιος, πρέπει να επισημάνω ότι στο προοίμιο της ενότητας των τουρκικών (όχι στα 17 δήθεν αντιδάνεια), η συντάκτρια αναφέρει και μία λέξη που όντως έχει ελληνική αρχή, τη λέξη αφέντης, που παράγεται από το αρχαίο αυθέντης, υπό την επίδρ. του λατινογενούς διαφεντεύω. Η τουρκική efendi είναι ελληνικό δάνειο. Υπάρχει επίσης στα 17 και μια αμφισβητούμενη περίπτωση, το σαρίκι, για το οποίο υπάρχει η θεωρία ότι το τουρκικό sarik ανάγεται στο βυζαντινό καισαρίκιον -αλλά κι εδώ η συντάκτρια κάνει λάθος, διότι θέλει και τον Καίσαρα να τον βγάλει ελληνογενή, και δίνει την αστεία προέλευση από 'κεάζω'. Αλλά ας της αναγνωρίσουμε μισό σωστό στα 17).
Επιπλέον, υποψιάζομαι σφόδρα ότι ο Παπαρρηγόπουλος δεν έχει γράψει ότι «οι Τούρκοι δεν ήταν έθνος, άρα δεν είχαν εθνική γλώσσα. Συνεννοούντο μεταξύ τους με ένα βασικό λεξιλόγιο που δεν υπερέβαινε τις 200 λέξεις» -ιδίως το πρώτο σκέλος είναι κωμικό. Πολύ θα ήθελα να διαβάσει η κυρία Γεωργακάκη το άρθρο μου και να μου στείλει αριθμό τόμου και σελίδας όπου ο Παπαρρηγόπουλος λέει τα παραπάνω εκ πρώτης όψεως εξωφρενικά.
Θα μου πείτε, γιατί αφιέρωσα τόσες και τόσες γραμμές για ένα εμφανώς αγλωσσολόγητο, αντιεπιστημονικό, σχεδόν κωμικό κείμενο, που ούτε καν γούστο έχει (γιατί αν είχε θα μπορούσε τουλάχιστον να προταθεί για τα βραβεία Πορτοκάλος). Ένας λόγος είναι ότι μου αρέσει πολύ να συζητάω για γλωσσικά δάνεια και αντιδάνεια. Ένας άλλος λόγος ότι ακόμα και σε φαιδρότητες πρέπει να δίνεται απάντηση. Επιπλέον, είναι αποκαρδιωτικό ιστότοποι επαγγελματικοί, όπως υποθέτω ότι είναι το yahoo.gr, να δημοσιεύουν τέτοια ανόητα κείμενα, και μάλιστα ως "ειδήσεις". Οι διαχειριστές του ιστοτόπου πρέπει να καταλάβουν ότι ένας ιστότοπος δεν μπορεί να διατηρήσει το όποιο κύρος του όταν δημοσιεύσει άκριτα ανοησίες. Όταν ρίξεις μια κουταλιά πίσσα σε ένα βάζο μέλι, δεν γλυκαίνει η πίσσα -το μέλι χαλάει.
Κι αν μου πείτε ότι δεν πρέπει να είμαστε τόσο αυστηροί με την προσπάθεια μιας φοιτήτριας, ενός νέου ανθρώπου δηλαδή, θα απαντήσω αφενός ότι η κυρία Γεωργακάκη έχει δώσει και άλλα κινδυνολογικά και αντιεπιστημονικά δείγματα γραφής από τον ίδιο ιστότοπο (δεν βάζω λινκ, γκουγκλίστε και θα τα βρείτε) και αφετέρου ότι οι καλές επιστημονικές συνήθειες (χρήση έγκυρων πηγών και παράθεσή τους, παράθεση πηγών που να έχουν σχέση με τον ισχυρισμό μας, κτλ.) πρέπει να καλλιεργούνται από νωρίς, αλλιώς ριζώνουν οι κακές συνήθειες -απού κοπελομάθει, δεν γεροντοξεχνά, λένε οι σύντεκνοι.
Κι έπειτα, τρέφω την αμυδρή ελπίδα ότι ίσως το άρθρο αυτό φτάσει στους διαχειριστές του yahoo.gr, οπότε μπορεί να προστεθεί ένας σύνδεσμος κάτω από το πορτοκαλούργημα. Εκτός βέβαια αν μας πουν ότι η δημοσίευση ήταν πρωταπριλιάτικη, οπότε θα τους χρεώσουμε απλώς αμφίβολο γούστο.