Μαρτίου 18, 2013

ΤΩΝ ΕΝ ΑΣΚΗΣΕΙ ΛΑΜΨΑΝΤΩΝ Υπάρχει λοιπόν, ομορφιά μου, κάτι πολύ πιο επιδέξιο και ειλικρινές από το να είσαι ο εαυτός σου: το να είσαι ο ρόλος σου. Τελικά, μάλλον ψέματα λέω όταν κλαίγομαι πως τάχα θέλω να μάθω ποια είμαι στην πραγματικότητα. Στα τσακίδια το εδιζησάμην εμεωυτόν. Αφού το βλέπω τόσα χρόνια στην πράξη: Χωρίς τον εαυτό μου, υπάρχω. Χωρίς το ρόλο μου, δεν είμαι τίποτα. Μόνο αυτός με εξάπτει, με πληροί, με αποκαθιστά. Παίζω λοιπόν, χαρά μου – παίζω και πλέκω εγκώμια μιας ζωής που δεν καταλαβαίνει τίποτα έξω από την Τέχνη της. Γιατί δεν μπορώ να εννοήσω και να εννοηθώ παρά σαν αυτουργός της κατασκευής μου. Γιατί ο κόσμος δεν ορίζεται εν τέλει παρά μόνο από τον τρόπο που ο ρόλος μου επινοεί τον εαυτό μου. Στον έρωτα, για παράδειγμα. Όποτε μπαίνω στον ολέθριο χώρο χωρίς το δραματουργικό μου οπλοστάσιο, καταλήγω ένας Δον Κιχώτης σε λαϊκή έκδοση τσέπης. Ο ήρωάς μου, αν θυμάσαι, δεν μπορεί να εστιάσει στο θέμα του, δεν δύναται να εκφραστεί, του αρκεί η απλή αναφορά του ανόητου ονόματός της –Δουλτσινέα– για να γίνει γελοίος. Πόσο την αγαπάει, δεν ξέρει να το πει. Για να δηλώσει την αγάπη του, κάνει μια τούμπα στον αέρα, η πουκαμίσα του σηκώνεται, ο κώλος του μένει έκθετος μπροστά στα μάτια του υπηρέτη του. Ο Δον Κιχώτης εκείνη τη στιγμή είναι ο εαυτός του, αν με εννοείς. Μεγαλειώδες, θα πεις. Θα έκλαιγες μπροστά σε μια τέτοια σκηνή, ναι, είμαι σίγουρη, θα έκλαιγες. Μεγαλειώδες, αλλά και πάλι. Άχαρο. Διόλου δεν το θέλω.Γιατί λοιπόν να είμαι ο εαυτός μου, αφού μάλιστα αγαπώ τόσο τη μίμηση; Αφού συντάσσομαι με αυτό που λέει ο Τόμας Μαν: «Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν παρά να μιμείται πάντοτε κάτι που ήδη συνέβη». Εκ γενετής σμίλευσα ένα και μόνο ρόλο, συρραφή από αγαπημένους θεατρικούς εαυτούς μου. Ξεκίνησα σαν Νίνα –έλεγα μονόλογο πηδώντας σκοινάκι– «Όταν τον δείτε, μην του πείτε τίποτα. Τον αγαπώ περισσότερο από πριν». Μετά πρόσθεσα λίγη ιψενική Νόρα. Άνοιξα υπάκουα το στόμα μου, «για να δω μήπως το κοριτσάκι μου έφαγε σοκολατάκι και θα καταστρέψει τα δόντια του; Είπαμε. Όχι σοκολάτα». Άλλες θεατρικές σεζόν ήμουν μια τέλεια θλιμμένη Μελισσάνθη – τι να τον κάνω τον ασαφή σου μακρόκοσμο, θα μείνω στον τιποτένιο κήπο μου, μωρό μου. Και πόσο τέλεια Άλκηστις υπήρξα... Μόνο εγώ από όλες τις τραγικές ηρωίδες θα γινόμουν εκουσίως Χείρωνας, θα κατέβαινα στον Κάτω Κόσμο για να ζήσει ο Αδαής. (Για να μη μάθει ποτέ πώς έζησε.) Μετά βαρέθηκα και έγινα η Λαβίνια. Όχι η μουγγή από τον Τίτο Ανδρόνικο – τότε ακόμα, μουγγή με τίποτα. Η άλλη, του Τόμας Έλιοτ. Αυτή, του Κοκτέιλ πάρτυ. Που φεύγει και κανείς δεν ξέρει πού πάει, αλλά πάντα επιστρέφει. Ό,τι ρόλο όμως και αν έπαιζα, ένα μυστήριο πράμα, προς το φινάλε το γύριζα πάντα σε νύφη. Εκεί επινοούσα τον πραγματικό εαυτό μου. Νύφη που κακοπάθησε –σε όλες τις παραλογές του δημώδους– νύφη από την Κούλουρη (α λα très Gaultier), μα πάνω από όλα νύφη από το Ματωμένο γάμο... «Και με όλα τα παιδιά του γιου σου κρεμασμένα πάνω από τα μαλλιά μου, εγώ πάλι θα έφευγα με τον άλλον, αν μου το ζητούσε». Και πάει να εγκατασταθεί στο βασίλειο της δοκιμασίας.Γι’ αυτό παντρεύτηκα με μαύρο νυφικό. Γιατί είχα παράσταση και ήθελα να είμαι μια μικρή Νουρία Εσπέρτ – και έτσι τη σκηνοθέτησα ανδαλουσιάνικα και της φόρεσα μαύρα της νύφης μου. Να αλλάξω λες διανομή; Μπα. Το αποκλείω. Δεν ξέρω να παίζω Μις Τζούλιες. Είμαι σαν τους ηθοποιούς του θεάτρου Νο, που ασκούνται σε ένα και μοναδικό ρόλο – μια ζωή. Γεννήθηκα νύφη, λέω σαν νύφη να συνεχίσω να κάνω καριέρα. Και είμαι τόσο γεννημένη νύφη που ποτέ δεν κατάλαβα πως χώρισα. Απλώς ξαναπαντρευόμουν. Έτσι το θέτω εγώ. Αυτή είναι η περίπτωσή μου. Όλη μου η ψυχανάλυση σε τρεις λέξεις. Οτιδήποτε άλλο (φλερτ, ραντεβού, διαθεσιμότητες, συμβιώσεις, δεσμοί, τηλεφωνήματα και ένας που δεν είναι άντρας μου), όλα αυτά τα επίπονα με κάνουν καρδιακή. Με βγάζουν από το οικοσύστημά μου. Δεχτείτε με λοιπόν, ω περιπέτειες της αρετής μου εσείς, έκθαμβοι αναγνώστες, με την αβλαβή (;) τρέλα μου. Έτσι θα πάω να κάνω οντισιόν στο Βασιλικό Θέατρο της Σουηδίας. Σαν τον Άντονι Πέρκινς – τελευταία σκηνή του Ψυχώ. Που καθόταν τυλιγμένος στην κουβέρτα του και δεν πείραζε τη μύγα – και αν με δει ο δεσμοφύλακας, θα καταλάβει πόσο άκακος είμαι. Πως ούτε μια μύγα πειράζω, θα κάθομαι στη σκηνή σιωπηλή –ένας κάθετος, εξπρεσιονίστικος φωτισμός θα πέφτει–, δεν χρειάζεται να κάνω τίποτα, όλοι ξέρουν ότι συνέχεια παντρεύομαι, θα καταλάβουν. Πως αυτός ο ρόλος γράφτηκε πάνω μου. Πως καμιά δεν θα τον παίξει καλύτερα... Πηγή: www.lifo.grΜΑΛΒΙΝΑ WEEKEND: Τρία τελευταία της κείμενα Πηγή: www.lifo.gr
 Εμένα κάνε με κύκλο ομόκεντρο, να νιώθω τη συγγένεια. Και τότε η καλύτερή σου είναι η καλύτερή μου. Αλλά ομόκεντρο. Αλλιώς ζηλεύω. Κι όταν ζηλεύω γίνομαι έξυπνη. Και όταν γίνομαι έξυπνη, τα καταστρέφω όλα. Χάριν του κίβδηλου ενστίκτου που αφορά τους χαμηλούς. Και που το λένε αυτοσυντήρηση. Και που δεν με αφορά»

Σαββατογεννημένη -Μαλβίνας Κάραλη


Σαββατογεννημένη – Τα τελευταία κείμενα της 2000-2002

τοστ-κονσέρβα, μπας και ξεσκουριάσω, που δεν το βλέπω.
«…Οι άνθρωποι που αγαπώ έχουν πάρει διαζύγιο από την κοινή γνώμη. Κοινή γνώμη, κοινό γούστο. Προβλέψιμο. Γειτονικό. Με την κοινή γνώμη τα πράγματα έχουν μόνο ένα δρόμο: Ή θα τη θάψεις ή θα σε θάψει αυτή. Πρόλαβα. Της έφτιαξα έναν ωραίο τάφο, απέριττο» Από την καλοκαιρινή βιβλιοεσοδεία, ξεχώρισα κάνα δυο. Το πρώτο (με απόσταση από το δεύτερο) είναι αυτό, η Σαββατογεννημένη, Μαλβίνα Κάραλη.
Ζέστη, αϋπνία και –κυρίως- μοναξιά στη μισοάδεια Αθήνα, κατά τις 04:30 π.μ. μιας νύχτας (ή μέρας), έπιασα να το ξεφυλλίζω, για να το αφήσω κατά τις 05:30 μπας και ριμαδοκοιμηθώ. Αλλά πού! Κάτι όλοι οι προηγούμενοι λόγοι, κάτι που με έτρωγαν τα κείμενα, το έπιασα ξανά στα χέρια μου μετά από είκοσι λεπτά, για να με βρει το ξημέρωμα εις το μπαλκόνι μου :) . Το ρουφηξα και θα το ξανακάνω όσον ούπω. Kι αυτό ειναι δέσμευση !!!
Πάντα μου άρεσε η Μαλβίνα. Από παιδί την άκουγα, τη διάβαζα, την έβλεπα. Γούσταρα το ύφος , την ευγλωττία της (αυτή τη ζήλευα κι όλας), την άνεση και την ελευθερία που εξέπεμπε, το αυτάρεσκο βλέμμα των παιχνιδιάρικων ματιών της, το χιούμορ της, την κοφτερή της γλώσσα, τα εγκώμια που έπλεκε στον Γιώργο* της, τον Φερνάντο** της, τον Σταμάτη*** της, τον Κισλόφσκι της και άλλα και άλλα πολλά. Μου φανέρωνε απίστευτη τρυφερότητα, αγάπη και σεβασμό αυτή η –χάριν λόγου- κτητικότητα.
* Χειμωνα
** Πεσσόα
*** Κραουνάκη
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη στα οποία συνοψίζονται τα τελευταία κείμενά της, κυρίως για το περιοδικό Symbol.
1. ΑΘΗΝΑ (21)

απο το βιβλίο της Μαλβίνας Κάραλη, Σαββατογεννημένη


Η Μαλβίνα Κάραλη για τον Γιώργο Χειμωνά



ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ, ΠΑΤΕΡΑ

Μπροστά του οι ζωντανοί θυμίζουν ξόανα… ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

Το λεξιλόγιο του αποχαιρετισμού είναι πάντα πενιχρό, Γιώργο. Δεν έχω λόγια. Δεν έχω λόγια πια. Το τρομερό βράδυ ήθελα να σου κάνω μια επίθεση αγάπης, λες και θα σε πρόφταινα. Δεν το πιστεύεις, κούκλε μου. Έκλεισα το τηλέφωνο και κάθισα στο κομπιούτερ. Χαράματα έγραψα την τελευταία μου, την οριστική μου λέξη. Έκανα αποθή­κευση. Το κείμενο όμως χάθηκε. Δεν κρύφτηκε, δεν παρά­πεσε, δεν μπήκε στο αρχείο. Χάθηκε, σου λέω.
Ήταν νωρίς, μου είπε αυτός. Δεν το ήθελε φαίνεται ο Γ.Χ. να δημοσιευτεί τόσο νωρίς, ένα τόσο συναισθηματικό κείμενο.
Και είχε δίκιο. Τους γνωρίζει καλά τους απόντες… Δεν θα ήταν πια αγάπη, αλλά η επίδειξή της. Από κάποια που, σε έξαψη, ήθελε να ξορκίσει το «παντού νεκροί και πτώ­ματα» και κανένας πιο ζωντανός από σένα.
Μια βδομάδα, πικρέ μου, λυπημένε Γ. Μια βδομάδα ξόρκισα το πένθος μου μέσα σε κουβέντες και θορύβους.
Αδιάφοροι άνθρωποι μπαινόβγαιναν, Δεκαεπτά Μαρτίου είχες γενέθλια, Δεκαοκτώ επέτειο γάμου, ακριβέ μου.Που «τριγυρνούσες έξω από τα ζευγάρια των ανθρώ­πων και ποτέ δεν πλάγιασες δίπλα σε άνθρωπο και δεν ζε­στάθηκες από άνθρωπο. Δεν έπιανες παρά πορσελάνες και χρυσά σκαλίσματα κρεβατιών και μοναχά με μάτια, μονα­χά με δάκρυα τριγυρνούσες έξω από τα αγκαλιάσματα τωνανθρώπων. Χωρίς χαρά και χωρίς κανέναν τέλειωσε η βα­σανισμένη σου ζωή και ίσως κρυφά να το επιθυμούσες…»
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα, κείμενα που, αν θυμάσαι, ή­ξερα ήδη απέξω. Και υπήρχε μεγάλη ανάγκη να διαβάζω, σαν την άλλη, που έφυγε ο πατέρας της και στην τελετή θα ακουγόταν το αντάτζιο από τη Δεκάτη του Μάλερ. Χρειά­στηκε -λέει- να το ακούσει πολλές φορές πριν από την τε­λετή, την πρώτη έκλαψε γοερά, τη δεύτερη λιγότερο. Τηδέκατη, η δύναμη της μουσικής εξασθένισε μέσα της τηφέμινα σεντιμεντάλις. Μπόρεσε να παραστεί στην τελετή, λες και αφορούσε κάποιον άλλο. Τους μπέρδεψε όλους με την ανεξήγητη αδιαφορία της…
Ξέρω πως δεν ήθελες δάκρυα και αντιδράσεις μουζί­κου -τη σπεσιαλιτέ μου-, μόνο την αγάπη που αφειδώς σου προσφέραμε όλοι και όλοι σε λατρεύαμε και σε περι­μέναμε να γυρίσεις. Και δεν γύρισες.
Ψάχνω στο σεκρετέρ μου, ακριβά ενθυμήματα. Το χει­ρόγραφό σου από τον Εχθρό του Ποιητή. Η εισαγωγή σου στη Μήδεια. «Λοιπόν ο έρωτας έχει πάντα καταγωγή βάρ­βαρη, Μαλβίνα…» Εδώ, ένα δωράκι γενεθλίων με αφιέ­ρωση, πιο κει ένα ασημένιο κουτί για χάπια, τις πιο ακα­τάλληλες στιγμές εστιάζω πάντα στις κατάλληλες φράσεις - μου γράφεις, «κανείς να μη μάθει πώς ζήσαμε, κανείς να μην ξέρει από πού ερχόμαστε και προπαντός, κανείς να μη μάθει ποτέ, πώς πεθάναμε».
Ένα γράμμα, για το πώς επέρχεται ο φυσικός θάνατος, μετά από ολοοργανισμική απόφαση… Μια ευχή σου που δεν κατάφερα ποτέ να πραγματοποιήσω: «Για την ώρα, ε­πειδή σε αισθάνομαι με τον δικό σου τρόπο ευτυχισμένη(ενώ πριν λίγους μήνες δεν ήσουν), εύχομαι αυτό να κρα­τήσει όσο περισσότερο γίνεται και -προπαντός- να είναι ευτυχισμένο ό,τι περισσότερο αγαπάς (αρκεί να μην είναι ευτυχισμένο απ’ ό,τι εσύ σε καμιά περίπτωση δεν θ’αγα­πούσες»>.
Κάποτε σου έφερα τις ραδιοφωνικές εκπομπές που είχα φτιάξει για σένα. Με το Μυθιστόρημα, τους Χτίστες, το Γιατρό Ινεότη, τον Πεισίστρατο και όλα όσα, εξ αφορ­μής σου, τη ζωή μου φωταγώγησαν.
Δεν ήμουν μόνον εγώ, πατέρα. Όλοι δικοί σου ήταν. Οι πιτσιρικάδες που λάτρευαν τον Νικ Κέιβ σου… Οι αισθα­ντικοί. Οι υγιείς και όσοι «η αρρώστια τούς αφάνισε…»Στο δικό σου το μήκος, στους δικούς σου ρυθμούς… Καιμε τον τρόπο των πρώτων χριστιανών αν θες να μάθεις. Μιλούσαν για σένα, αλλά με την έξαψη της συνενοχής. Χαμηλόφωνα - και ας μη διαδίδονται σε άσχετους τα μυ­στικά μας…
Για σένα δεν φοβήθηκα την κοινοτοπία. Ο μεγαλύτε­ρος Έλληνας συγγραφέας, έγραφα σε ένα κείμενο του ‘80. Εκεί που σε μεμφόμουν για την εμμονή σου με το θάνατο. Που «κοσμεί όσο και οι ιδέες»… Που είναι «σπάνιο και εκθαμβωτικό γεγονός»… Που «βγάζει στο φως την ευγενι­κή καταγωγή των ανθρώπων»… Και «ακούστε, στο θάνα­τό μου, είναι κι άλλοι θάνατοι».
Άνοιξη και δεν ήθελα κουβέντα για θανάτους και τώρα εγώ πάνω από το χώμα -που δεν άγγιξα- και με μια ορι­στική κουβέντα σου, για πάντα εγκατεστημένη…
«Τι να είναι η ψυχή», έλεγες, «τι άλλο από ένα ακατά­παυστο σώμα που δεν καταλήγει…»
Ξέρω πόσο κινδυνεύεις τώρα πια, εσύ που ως έκθετος άρχοντας δεν κινδύνευσες ούτε μία μέρα στη λυπημένη ζωή σου. Το διαισθάνθηκα από τους επικήδειους κιόλας. Από αυτή την αδέξια συγκίνηση, στυλ έκθεση Τρίτης Γυ­μνασίου…
Ο μηχανισμός του μεταθανάτιου θανάτου είχε ήδη πυ­ροδοτηθεί, πόσο θα οίκτιρες, πατέρα, ακούγοντας τόσεςκοινοτοπίες μαζεμένες… Ένας τελευταίος καφές, ένα δα­χτυλίδι με μπριγιάν, άκαιρο και κουτό και παράταιρο στοχέρι μου που σέρνει το φλιτζάνι. «Μαλβίνα, γιατί βρίσκο­μαι εγώ εδώ;» με ρωτάει η φίλη μου στο κοιμητήριο. «Αυτό το κόσμημα εγγυάται», έγραφες κάποτε Γ. - αυτό θυμήθηκα, αυτό της απαντάω. Το κόσμημα εγγυάται Πάρε το. Σ’ αγαπώ.
Βγαίνω από κει μέσα, με ένα «Γιατί βρίσκομαι εγώ εδώ». Ο Λευτέρης και η Ειρήνη. Το κινητό. «Τα πράγμα­τα δεν είναι ποτέ τόσο μικρά όσο φαίνονται. Πες το και στη Λ.».
Ποιος παρηγοριέται; Δεν το έστησε καλά το παιχνίδι ο Κύριος. Έπρεπε να πεθαίνουμε αλλιώς… Μετά το γαλάζιο της ανυπαρξίας, αυτό το γλυκό πράγμα που όρισε ο ποιη­τής Νοβάλις ως θάνατο, να μη μένει πίσω η τρομερά υλι­κή παρουσία του σώματος…
Βάζω πούδρα και κραγιόν στο καθρεφτάκι του αυτοκι­νήτου, άσπρο και κόκκινο της μάσκας, «δεν μπορείς να μι­λήσεις», μου λες -«και κανένας δεν μίλησε ακόμα, λέξη δεν ακούστηκε και τα στόματα θα ξεσφίξουν και θα ανοί­ξουν και θα ακουστεί ο λόγος που κρατούν και ποτέ δεν τον βγάζουν μέχρι το θάνατο, ο λόγος δεν ακούστηκε α­κόμα…»
Tσικνoπέμπτη, πατέρα, και εγώ τρώω σούσι στην Απόλλωνος. 



*απο το βιβλίο της Μαλβίνας Κάραλη, Σαββατογεννημένη

Ρατσισμός !!!.


Ρατσισμός !!!....

13

Αυτό ήταν το ποίημα που προτάθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως το καλύτερο του 2006.
Για τους περισσότερους Άγνωστο. Όμως η διαχρονική του αξία ενάντια στο ρατσισμό τεράστια!

Γραμμένο από ένα παιδί από την Αφρική.



Όταν γεννιέμαι, είμαι μαύρος
Όταν μεγαλώσω, είμαι μαύρος
Όταν κάθομαι στον ήλιο, είμαι μαύρος
Όταν φοβάμαι, είμαι μαύρος
Όταν αρρωσταίνω, είμαι μαύρος
Κι όταν πεθαίνω, ακόμα είμαι μαύρος
 

  
Κι εσύ λευκέ άνθρωπε... 
  
Όταν γεννιέσαι, είσαι              ροζ 
Όταν μεγαλώνεις, γίνεσαι      λευκός 
Όταν κάθεσαι στον ήλιο,     γίνεσαι κόκκινος 
Όταν κρυώνεις,                 γίνεσαι μπλε 
Όταν φοβάσαι,                 γίνεσαι κίτρινος 
Όταν αρρωσταίνεις,         γίνεσαι πράσινος 
Κι όταν πεθαίνεις             γίνεσαι γκρι
 
 
Και λες εμένα έγχρωμο;

Σ'αγαπώ....τι λες τώρα!!!




"το Σ'Αγαπώ των περισσότερων ανθρώπων σημαίνει:
Επενδύω σε ένα άτομο, το καταδείχνω και αγωνίζομαι να το
μετατρέψω σε Σύντροφο, να το επιβιβάσω σώνει  και καλά
στην ίδια σχεδία με μένα. Αρα ΑΓΑΠΑΩ θα πει: Επιθυμία
Εγκατάστασης του άλλου στον τόπο που ορίζω και καθορίζω εγώ.
Συμπέρασμα: Επειδή αγαπάω , δικαιούμαι να εξουδετερώσω κάθε
αλλιώτικη διάθεση του άλλου, κάθε στοιχείο δύναμής του που δεν
εγκρίνω, κάθε επιθυμία του που είναι διαφορετική από την δική μου.
ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ: ΝΑ ΤΟΝ ΞΕΔΟΝΤΙΑΣΩ......"
ΜΑΛΒΙΝΑ ΚΑΡΑΛΗ

Μαρτίου 14, 2013

VERAMENTE: Πλαγιομετωπική

VERAMENTE: Πλαγιομετωπική: Πλαγιομετωπική Υπ άρχει μια πάθηση που λέγεται στατικός ίλιγγος. Στη Φυσική ορίζεται ως “εκτροπή σώματος που πέφτει ελεύθ...

Πλαγιομετωπική


Πλαγιομετωπική






Υπάρχει μια πάθηση που λέγεται στατικός ίλιγγος.
Στη Φυσική ορίζεται ως “εκτροπή σώματος που πέφτει ελεύθερο”.
Στον έρωτα, το λένε Εξομολόγηση.












Από όταν έμαθα πως οι ερωτευμένοι κινδυνεύουν από τους χειρότερους ιλίγγους,
με όλο το σεβασμό προς τη Φυσική,
τσεκάριζα καθημερινά πάνω στα τακούνια μου το Επίπεδο Ταλάντωσης.

Το έβρισκα σταθερό, ανακουφιζόμουν κι έτρεμα.

Πως όπου να’ ναι, θα έπαυα ν’ αντιστέκομαι στη δύναμη Κοριόλις,
το επίπεδο θα άλλαζε κι εγώ θα έβλεπα τη Γη να έρχεται τα πάνω κάτω…
Υπάρχουν ερωτευμένοι που δεν γνώρισαν ποτέ τον ίλιγγο και τις σκοτοδίνες. Είναι αυτοί που χτυπήθηκαν πάνω στους έρωτές τους,



σύμφωνα με το φυσικό νόμο της Πλάγιας Κρούσης.
Αυτοί που, αν ποτέ επιχειρούσαν την Κάθετη Πτώση,
θα χάνονταν στο βυθό.

Ή θα ντρέπονταν που τους πήραν είδηση και μετά την αποκάλυψη θα έφευγαν.
Γιατί οι άρρωστοι ερωτευμένοι, οι εκ γενετής απαρηγόρητοι,
πιστεύουν πως,όποιος αγαπάει, ξέρει και να κρύβεται από τον παραλήπτη της αγάπης του.Χιλιάδες εφευρήματα προκειμένου να κρυφτείς.
Όπως το να ισχυρίζεσαι πως ονομάζοντας τον έρωτά σου,
τον σχηματοποιείς, τον μεταμορφώνεις σε κάτι προβλέψιμο και αντιποιητικό …;
Πως κανείς δεν πρέπει να μάθει πόσο τον αγαπάς,
γιατί μπορεί να σε τσακίσει, ή να σε υποπτευθεί,
ή και να σου καταλογίσει
πως θες να μετατρέψεις

την (αισθητικώς άψογη και υπαινικτική) ασάφεια σε δήλωση.

Έβρισκες οπλοστάσια κουκλίτσα μου.
Οι έρωτές μας, έλεγες στα ψέματα, ,πίστεψέ με,
δεν πρέπει να πάσχουν από υπερβολική σιγουριά
αλλά από ευθραυστότητα …;

Ισχυριζόσουν ακόμα
πως τους έρωτές μας πρέπει να τους ζούμε στο σκοτάδι,
(αλλά τότε, πώς θα μπορούσες να τον επιδεικνύεις και να επαίρεσαι;)

Όλα σου τα χρόνια, πλάγιες κρούσεις ανθρώπου που ντρέπεται τον έρωτα.
Που τον φοβάσαι όσο η Κυβερνητική, γι” αυτό και δίνει τον ορισμό:
«Έρωτας: καταστροφή, απορρύθμιση ενός συστήματος από ένα άλλο».
Όλο λόγια, και πόσο με βλάπτεις έρωτά μου, αφού από όταν σ” ερωτεύτηκα,
πηγαινοέρχομαι από την αναμονή στην απώλεια της δύναμής μου …;
Ποιας δύναμης αλήθεια; Δεν ξέρεις τίποτα η άπειρη.

Μεγάλωσες, κουράστηκες, μίκρυνες, ξαναρχίζεις.
Για να ξαναμεγαλώσεις και να ξανακουραστείς.
Εξακολουθείς να τρέμεις μια ερωτική ομολογία – Κάθετη Πτώση.
Φοβάσαι τον ίλιγγο μα τώρα, πιο πολύ απ” όλα,
φοβάσαι ένα αίσθημα αφημένο στη σιωπή …;

Και πάλι η αμφιβολία.
Αν του το πεις, μήπως ψυλλιαστεί πως στην ουσία διαμαρτύρεσαι
για τον απρόβλεπτο χαρακτήρα των αισθημάτων σου, η εγωίστρια,
για το αυτεξούσιο σου που απόλλυται;

Μήπως δεν υπάρχει καμιά γλυκύτητα στην ομολογία σου,
αλλά μόνο η βίαιη επιθυμία να εγκατασταθείς μέσα στα αισθήματα του άλλου;

Και, αν εξομολογείσαι τον έρωτά σου,
για να αρχίσει εκείνος ο μηχανισμός που βασίζεται στη βία της αμοιβαιότητας,
αλλά που σου χαρίζει έναν ήσυχο ύπνο;

Εκεί όπου το εξομολογημένο «αγαπώ» σου
δεν θα σημαίνει εν τέλει παρά ένα επιτακτικό «αγάπα με κι εσύ».

Αν δεν αντέχεις να το πεις και να μείνεις,
σκέφτομαι τελευταία,
μπορείς τουλάχιστον να το πεις
και, όχι να φύγεις – να χαθείς …;
Ο άλλος πάντα ξέρει δραματουργικά από παρόμοιους ήρωες,
θα καταλάβει.
Πως αυτό που ζητάς όταν χάνεσαι – και όχι όταν φεύγεις -
είναι πάντα η εγκατάσταση …;
Δεν τα βγάζεις πέρα κουκλίτσα μου. Παράτα τα.

Αφού η Λογική τα ερωτικά και ντροπιασμένα δεν τα καταδέχεται.
Ο πρωτότοκος γιος της Γνώσης, αν αυτό σου λέει κάτι, λεγόταν Μύθος …;
Δύο ειδών ζωές μπορείς να ζήσεις, και η μία, αυτή με τις αγάπες τις μετωπικές, είναι πιο κρύα απ’το θάνατο.
Πάνω απ” το νεκροκρέβατό σου θα ολολύζουν συντετριμμένοι φίλοι και θα ρωτάει ο ένας τον άλλο:
«Μα πώς το έπαθε; Από τι ερωτεύτηκε; Πέρυσι ακόμα ήταν καλά» …;
Τηλέφωνο-




«Τι γράφεις τώρα;» με ρωτάνε.
«Κάτι για το πώς να μην μετατρέπεις τη συγκίνησή σου σε αίτημα»,

απαντάω η ψεύτρα …;

Μαρτίου 07, 2013

“Το Κομμάτι που λείπει συναντά το Mεγάλο Ο”


1

πυθαγόρεια Αριθμολογία,


Κάθε ενέργεια έχει το δικό της χρώμα...


ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΗ. ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ Κάθε ενέργεια έχει το δικό της χρώμα...